- Σαββατοκύριακο
- το, Νοι ημέρες τού Σαββάτου και τής Κυριακής ως χρονικό σύνολο που λαμβάνεται μαζί και οι οποίες θεωρούνται ως ημέρες ανάπαυσης («καλό Σαββατοκύριακο»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σαββατοκύριακο — το Σάββατο και Κυριακή (ιδιαίτερα το διάστημα από το μεσημέρι του Σαββάτου ως το πρωί της Δευτέρας, γουίκ εντ): Πού θα πας το Σαββατοκύριακο; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γουήκ-εντ — το τέλος τής εβδομάδας, Σαββατοκύριακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) week end «τέλος της εβδομάδας»] … Dictionary of Greek
Γιαννακόπουλος, Χρήστος — (1909 – 1963). Θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και δημοσιογράφος. Συνεργάστηκε με διάφορους συγγραφείς και ανέβασε πολλές επιθεωρήσεις και οπερέτες. Στενότερος συνεργάτης του υπήρξε ο Αλέκος Σακελλάριος. Μαζί έγραψαν πλήθος επιθεωρήσεων και… … Dictionary of Greek
Γουάιλντερ, Μπίλι — (Billy Wilder, Βιέννη 1906 – Καλιφόρνια 2002). Αυστριακός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός του κινηματογράφου. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, αλλά ασχολήθηκε αρχικά με τη δημοσιογραφία και μετά με το σενάριο. Από το 1929 έως … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
αναψυχή — η ξεκούρασμα, ανακούφιση (σωματική και πνευματική): Πήγαν για αναψυχή το Σαββατοκύριακο σ ένα κοντινό νησί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιντεοκασέτα — η κασέτα που περιέχει μαγνητική ταινία με τηλεοπτικό υλικό, η οποία μπορεί να προβληθεί από συσκευή βίντεο: Νοίκιασα πέντε βιντεοκασέτες από το βιντεοκλάμπ, για να τις δω το Σαββατοκύριακο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γουικέντ — το (λ. αγγλ.), άκλ., το τέλος της εβδομάδας, το Σαββατοκύριακο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πικνίκ — το (λ. αγγλ.), γεύμα εκδρομέων στην εξοχή, όπου ο καθένας προσφέρει τα δικά του φαγητά: Το Σαββατοκύριακο φύγαμε στην εξοχή για ένα πικνίκ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)